Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η λυσσώδης μάχη

См. также в других словарях:

  • λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… …   Dictionary of Greek

  • λυσσώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος λύσσα, μανιασμένος: Στη λυσσώδη αυτή μάχη σκοτώθηκαν πολλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»