-
1 ожесточённый
ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη* * *σκληρός, άγριος, λυσσώδηςожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη
ожесточённый бой — η λυσσώδης μάχη
-
2 ожесточенный
ожесточ||енный1. прич. от ожесточить·2. прил λυσσώδης, ἀγριος, σκληρός; \ожесточенныйенный бой ἡ λυσσώδης μάχη.
См. также в других словарях:
λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… … Dictionary of Greek
λυσσώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος λύσσα, μανιασμένος: Στη λυσσώδη αυτή μάχη σκοτώθηκαν πολλοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek